- ἀσήμως
- ἄσημοςwithout markadverbialἄσημοςwithout markmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λατραβιάζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐσπουδασμένως καὶ ἀσήμως λαλεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λατραβιάζειν και λατραβίζω συνδέονται με το λατ. latrō, πιθ. με σημ. «γαβγίζω»] … Dictionary of Greek
Λιδωρίκης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από το Λιδορίκι της Φωκίδας. 1. Αθανάσιος (1788 – ;). Ήταν ανιψιός του Αναγνώστη (βλ. 2.). Στάλθηκε ως όμηρος στον Αλή πασά των Ιωαννίνων μαζί με τα εξαδέλφια του. Διακρίθηκε για τη φιλομάθειά του και την… … Dictionary of Greek